- κοπρανοκαλλιέργεια
- ηιατρ. καλλιέργεια τού παθογενούς παράγοντα λοιμώδους νόσου, συνήθως τού πεπτικού συστήματος, με την τοποθέτηση σε κατάλληλο θρεπτικό μέσον μικρής ποσότητας περιττωμάτων τού ασθενούς, αλλ. καλλιέργεια κοπράνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. coproculture < copro- (πρβλ. κόπρος), που αποδίδεται ως κοπρανο-, + -culture, που αποδίδεται ως καλλιέργεια].
Dictionary of Greek. 2013.